Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλατόνερο  
ουσιαστικό ουδέτερο

a`cqua ~f~ con sale; salamo`ia ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλατόμετρο αλατοπίπερο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---