Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλάθευτος
επίθετο lo stesso che [αλάνθαστος ^-η, -ο^] αλάνθαστος επίθετο 1 senza erro`ri; corre`tto αλάνθαστο γραπτό==compito privo di errori 2 infalli`bile αλάνθαστη διαίσθηση==intuito infallibile permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |