Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαλαλαγμός
ουσιαστικό αρσενικό grido ~m~ di gio`ia, di entusia`smo, di trio`nfo αλαλασμός ουσιαστικό αρσενικό variante di [αλαλαγμός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |