Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακαταστασία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 confusio`ne ~f~; diso`rdine ~m~ παραπονείται για την ακαταστασία του συζύγου της==si lamenta del disordine del marito
2 ((popolare)) casi`no ~m~; diso`rdine ~m~
3 instabilità ~f~; variabilità ~f~ η ακαταστασία του καιρού==l'instabilità del tempo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακαταστάλακτος ακατάστατα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---