Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακατάστατος  
επίθετο

1 disordina`to; sregola`to είναι πολύ ακατάστατος==è molto disordinato | ακατάστατος δωμάτιο==stanza disordinata | ακατάστατη ζωή==vita sregolata
2 άστατος varia`bile; insta`bile ακατάστατος καιρός==tempo variabile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακατάστατα ακατάσχετος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---