Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακατέργαστος
επίθετο 1 non lavora`to; gre`ggio ακατέργαστη ύλη==materia allo stato greggio | ακατέργαστα διαμάντια==diamanti grezzi | ακατέργαστο δέρμα==pelle non conciata 2 ((figurato)) gre`ggio; grezzo ακατέργαστος νους==ingegno grezzo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |