Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακατέβατος  
επίθετο

che non si può abbassa`re o diminui`re; fisso; non tratta`bile τιμές ακατέβατες==prezzi fissi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακαταχώριστος ακατεδάφιστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---