Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακατάσχετος  
επίθετο

inarresta`bile; irrefrena`bile; irreprimi`bile ακατάσχετη αιμορραγία==emorragia inarrestabile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακατάστατος ακατάταχτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---