Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακατάσβεστος  
επίθετο

1 non spe`nto; non esti`nto
2 ((figurato)) inestingui`bile; arde`nte; sempre vivo ακατάσβεστος μίσος==odio inestinguibile | ακατάσβεστος πόθος==passione ardente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακατάρτιστος ακατασίγαστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---