Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακάθαρτος  
επίθετο

1 non puli`to; sporco; su`dicio
2 gre`ggio; non raffina`to ακάθαρτο πετρέλαιο==petrolio greggio
3 βάρος lordo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακάθαρτα ακάθεκτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---