Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακαθαρσία  
ουσιαστικό θηλυκό

sporci`zia ~f~

ακαθαρσίες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

1 immondi`zie ~fp~
2 escreme`nti ~mp~; feci ~fp~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακαθάριστος ακάθαρτα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---