Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακαθάριστος
επίθετο 1 non puli`to; non lava`to; spo`rco ακαθάριστο σπίτι==casa sporca 2 non pela`to; non sbuccia`to; non sguscia`to ακαθάριστες πατάτες==patate non pelate | ακαθάριστα φασόλια==fagioli non sgusciati 3 economia lordo ακαθάριστο εθνικό προϊόν (Α.Ε.Π.)==prodotto interno lordo (P.I.L.) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |