GrecoItaliano


αιχμαλωσία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 il fare prigionie`ri; il cattura`re; cattu`ra ~f~ η αιχμαλωσία μίας διμοιρίας==la cattura di un plotone
2 l'e`ssere prigionie`ro; prigioni`a ~f~; cattività ~f~ γέρασε πολύ στα χρόνια της αιχμαλωσίας==durante la prigionia è molto invecchiato | η αιχμαλωσία των Εβραίων στη Βαβυλώνα==storia la cattività babilonese

ηχμαλωσία
ουσιαστικό θηλυκό

> αιχμαλωσία

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AICMALWSIA100}}
---CACHE---