Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαιχμαλωσία
ουσιαστικό θηλυκό 1 il fare prigionie`ri; il cattura`re; cattu`ra ~f~ η αιχμαλωσία μίας διμοιρίας==la cattura di un plotone 2 l'e`ssere prigionie`ro; prigioni`a ~f~; cattività ~f~ γέρασε πολύ στα χρόνια της αιχμαλωσίας==durante la prigionia è molto invecchiato | η αιχμαλωσία των Εβραίων στη Βαβυλώνα==storia la cattività babilonese ηχμαλωσία ουσιαστικό θηλυκό > αιχμαλωσία permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |