Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιχμάλωτος  
επίθετο

1 prigionie`ro αιχμάλωτος πολέμου==prigioniero di guerra
2 ((figurato)) schia`vo; prigionie`ro αιχμάλωτος της γοητείας κάποιου==prigioniero del fascino di qualcuno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιχμαλωτισμένος αιχμή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---