Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαιχμαλωτίζομαι
ρήμα παθητικό cade`re in servitù αιχμαλωτίζω ρήμα μεταβατικό 1 pre`ndere prigionie`ro; cattura`re 2 ((per estensione)) soggioga`re; sottome`ttere; schiavizza`re 3 ((figurato)) affascina`re; avvi`ncere ο τρόπος που μιλά με αιχμαλωτίζει==mi avvince il suo modo di parlare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |