Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιφνίδιος  
επίθετο

improvvi`so; inaspetta`to; repenti`no; subita`neo αιφνίδιος θάνατος==morte improvvisa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιφνιδιαστικός αιχμαλωσία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---