Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαιφνιδιασμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 azio`ne ~f~ improvvi`sa, inaspetta`ta; sorpre`sa ~f~ 2 militare atta`cco ~m~ improvvi`so, di sorpre`sa; colpo ~m~ di mano permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |