Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιφνιδιάζομαι
ρήμα παθητικό

e`ssere colto di sorpre`sa

αιφνιδιάζω  
ρήμα μεταβατικό

sorpre`ndere; co`gliere di sorpre`sa αιφνιδιάζω τον εχθρό==sorprendere il nemico | με αιφνιδίασε η ερώτησή του==la sua domanda mi sorprese

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιφνίδια αιφνιδιασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---