Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαιωνιότη
ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αιωνιότητα] αιωνιότης ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αιωνιότητα] αιωνιότητα ουσιαστικό θηλυκό eternità ~f~; perennità ~f~; perpetuità ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |