Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιωρούμαι
ρήμα παθητικό

1 stare, e`ssere sospe`so in a`ria
2 oscilla`re; dondola`re; dondola`rsi μόρια σκόνης αιωρούνται στο χώρο==particelle di polvere ondeggiano nello spazio
3 ((figurato)) oscilla`re; tentenna`re; esita`re; tituba`re αιωρούμαι μεταξύ δύο εναλλακτικών λύσεων==esitare tra due alternative

αιωρώ  
ρήμα μεταβατικό

1 dimena`re
2 dondola`re
3 ondeggia`re
4 sventola`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιώρηση αιωρούμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---