Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quintogènito (αρσ. επίθ και ουσ) rabàzza (θηλ.ουσ)
quintùltimo (επίθ.) rabbellìre (ρ. μτβ.)
quintuplicàre (ρ. μτβ.) rabberciaménto (ουσ αρσ )
quintuplicarsi (ρ.μ. (αντων.)) rabberciàre (ρ. μτβ.)
quintùplice (επίθ.) rabberciatùra (θηλ.ουσ)
quìntuplo (αρσ. επίθ και ουσ) ràbbi (ουσ αρσ )
quisquìlia (θηλ.ουσ) ràbbia (θηλ.ουσ)
quissìmile (ουσ αρσ ) ràbbico (επίθ.)
quìvi (επίρ.) rabbinàto (ουσ αρσ )
quiz (ουσ αρσ ) rabbìnico (επίθ.)
quòndam (επίρ.) rabbinìsmo (ουσ αρσ )
quòrum (ουσ αρσ ) rabbinìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
quòta (θηλ.ουσ) rabbìno (ουσ αρσ )
quotàre (ρ. μτβ.) rabbiosaménte (επίρ.)
quotàto (επίθ.) rabbióso (επίθ.)
quotatùra (θηλ.ουσ) rabboccàre (ρ. μτβ.)
quotazióne (θηλ.ουσ) rabbócco (ουσ αρσ )
quotidianaménte (επίρ.) rabbonacciàre (ρ. μτβ.)
quotidiàno (ουσ αρσ ) rabbonacciàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
quotidiàno (επίθ.) rabbonìre (ρ.αμτβ.)
quotizzàre (ρ. μτβ.) rabbonìre (ρ. μτβ.)
quòto (ουσ αρσ ) rabbonirsi (ρ.μ. (αντων.))
quoziènte (ουσ αρσ ) rabbriccicàre (ρ. μτβ.)
rabàrbaro (ουσ αρσ ) rabbrividìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rabattìno (αρσ. επίθ και ουσ) rabbruscaménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: