Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quadrivalènte (επίθ.) qualificatìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
quadrìvio (ουσ αρσ ) qualificàto (επίθ.)
quàdro (ουσ αρσ ) qualificatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
quadrumviràto (ουσ αρσ ) qualificazióne (θηλ.ουσ)
quadrùmviro (ουσ αρσ ) qualità (θηλ.ουσ)
quadrunviràto (ουσ αρσ ) qualitativaménte (επίρ.)
quadrùnviro (ουσ αρσ ) qualitatìvo (ουσ αρσ )
quadrùpede (ουσ αρσ ) qualitatìvo (επίθ.)
quadrùpede (επίθ.) qualóra (σύνδ.)
quadruplicàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) qualsìasi (επίθ.)
quadruplicarsi (ρ.μ. (αντων.)) qualùnque (επίθ.)
quadruplicato (επίθ.) qualunquìsmo (ουσ αρσ )
quadruplicazióne (θηλ.ουσ) quàndo (επίρ.)
quadrùplice (θηλ. επίθ και ουσ) quàntico (επίθ.)
quadruplicità (θηλ.ουσ) quantificàre (ρ. μτβ.)
quàdruplo (αρσ. επίθ και ουσ) quantificazióne (θηλ.ουσ)
quaggiù (επίρ.) quantìstico (επίθ.)
quàglia (θηλ.ουσ) quantità (θηλ.ουσ)
quàlche (οριστ. επίθ.) quantitativaménte (επίρ.)
qualcòsa (οριστ. αντων.) quantitatìvo (ουσ αρσ )
qualcùno (οριστ. αντων.) quantitatìvo (επίθ.)
quàle (επίθ.) quantizzàre (ρ. μτβ.)
qualìfica (θηλ.ουσ) quantizzatóre (ουσ αρσ )
qualificàbile (επίθ.) quantizzazióne (θηλ.ουσ)
qualificàre (ρ. μτβ.) quànto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: