Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


quadrunviràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,kwadrunviˈrato]

Τετραρχία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  quadrumviro quadrunviro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

quadrivalente (επίθ.)
quadrivio (ουσ αρσ )
quadro (ουσ αρσ )
quadrumvirato (ουσ αρσ )
quadrumviro (ουσ αρσ )
quadrunvirato (ουσ αρσ )
quadrunviro (ουσ αρσ )
quadrupede (ουσ αρσ )
quadrupede (επίθ.)
quadruplicare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
quadruplicarsi (ρ.μ. (αντων.))
quadruplicato (επίθ.)
quadruplicazione (θηλ.ουσ)
quadruplice (θηλ. επίθ και ουσ)
quadruplicità (θηλ.ουσ)
quadruplo (αρσ. επίθ και ουσ)
quaggiù (επίρ.)
quaglia (θηλ.ουσ)
qualche (οριστ. επίθ.)
qualcosa (οριστ. αντων.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---