Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


qualificatìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kwalifikaˈtivo]

1 προσδιοριστικός
2 περιγραφικός
3 ο της πιστοποίησης
4 χαρακτηριστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  qualificare qualificato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

qualcuno (οριστ. αντων.)
quale (επίθ.)
qualifica (θηλ.ουσ)
qualificabile (επίθ.)
qualificare (ρ. μτβ.)
qualificativo (αρσ. επίθ και ουσ)
qualificato (επίθ.)
qualificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
qualificazione (θηλ.ουσ)
qualità (θηλ.ουσ)
qualitativamente (επίρ.)
qualitativo (ουσ αρσ )
qualitativo (επίθ.)
qualora (σύνδ.)
qualsiasi (επίθ.)
qualunque (επίθ.)
qualunquismo (ουσ αρσ )
quando (επίρ.)
quantico (επίθ.)
quantificare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---