Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


qualificàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kwalifiˈkabile]

1 ικανός να πάρει άδεια
2 ικανός για απόκτηση προσόντων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  qualifica qualificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

qualche (οριστ. επίθ.)
qualcosa (οριστ. αντων.)
qualcuno (οριστ. αντων.)
quale (επίθ.)
qualifica (θηλ.ουσ)
qualificabile (επίθ.)
qualificare (ρ. μτβ.)
qualificativo (αρσ. επίθ και ουσ)
qualificato (επίθ.)
qualificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
qualificazione (θηλ.ουσ)
qualità (θηλ.ουσ)
qualitativamente (επίρ.)
qualitativo (ουσ αρσ )
qualitativo (επίθ.)
qualora (σύνδ.)
qualsiasi (επίθ.)
qualunque (επίθ.)
qualunquismo (ουσ αρσ )
quando (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---