Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appòsta (επίρ.) approcciàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appostaménto (ουσ αρσ ) appròccio (ουσ αρσ )
appostàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) approdàre (ρ.αμτβ.)
appostàrsi (ρ. μ. αμτβ.) appròdo (ουσ αρσ )
apprèndere (ρ. μτβ.) approfittàre (ρ.αμτβ.)
apprendersi (ρ.μ. (αντων.)) approfittàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
apprendìbile (επίθ.) approfondiménto (ουσ αρσ )
apprendiménto (ουσ αρσ ) approfondìre (ρ. μτβ.)
apprendìsta (ουσ αρσ και θηλ.) approfondìrsi (ρ. μ. αμτβ.)
apprendistàto (ουσ αρσ ) approfondìto (επίθ.)
apprensióne (θηλ.ουσ) approntàre (ρ. μτβ.)
apprensìvo (επίθ.) approntàto (επίθ.)
appressaménto (ουσ αρσ ) appropinquàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appressàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) appropinquàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
appressàrsi (ρ. μ. αμτβ.) appropriàbile (επίθ.)
apprèsso (επίρ.) appropriaménto (ουσ αρσ )
apprestaménto (ουσ αρσ ) appropriàre (ρ. μτβ.)
apprestàre (ρ. μτβ.) appropriàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
apprestàrsi (ρ. μ. αμτβ.) appropriatézza (θηλ.ουσ)
apprettàre (ρ. μτβ.) appropriàto (επίθ.)
apprettatùra (θηλ.ουσ) appropriazióne (θηλ.ουσ)
apprezzàbile (επίθ.) approssimàre (ρ. μτβ.)
apprezzaménto (ουσ αρσ ) approssimàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
apprezzàre (ρ. μτβ.) approssimativaménte (επίρ.)
apprezzàto (επίθ.) approssimatìvo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: