ItalianoGreco


appropriazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [approprjatˈtsjone]

1 ενθυλάκωση
2 παράχρηση
3 υπεξαίρεση
4 σφετερισμός
5 οικειοποίηση
6 ιδιοποίηση
7 καταπάτηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---