Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


approntàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [appronˈtare]

1 προπαρασκευάζω
2 προετοιμάζω
3 ετοιμάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  approfondito approntato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

approfittarsi (ρ. μ. αμτβ.)
approfondimento (ουσ αρσ )
approfondire (ρ. μτβ.)
approfondirsi (ρ. μ. αμτβ.)
approfondito (επίθ.)
approntare (ρ. μτβ.)
approntato (επίθ.)
appropinquare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appropinquarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appropriabile (επίθ.)
appropriamento (ουσ αρσ )
appropriare (ρ. μτβ.)
appropriarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
appropriatezza (θηλ.ουσ)
appropriato (επίθ.)
appropriazione (θηλ.ουσ)
approssimare (ρ. μτβ.)
approssimarsi (ρ. μ. αμτβ.)
approssimativamente (επίρ.)
approssimativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---