Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

istriònico (αρσ. επίθ και ουσ) italianizzazióne (θηλ.ουσ)
istrionìsmo (ουσ αρσ ) italiàno (ουσ αρσ )
istruìre (ρ. μτβ.) italiàno (επίθ.)
istruirsi (ρ.μ. (αντων.)) itàlico (ουσ αρσ )
istruìto (επίθ.) itàlico (επίθ.)
istruttìvo (επίθ.) italiòta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
istruttóre (ουσ αρσ ) ìtalo (επίθ.)
istruttòria (θηλ.ουσ) ìter (ουσ αρσ )
istruttòrio (επίθ.) iteràre (ρ. μτβ.)
istruzióne (θηλ.ουσ) iterataménte (επίρ.)
istupidiménto (ουσ αρσ ) iteratìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
istupidìre (ρ.αμτβ.) iterazióne (θηλ.ουσ)
istupidìre (ρ. μτβ.) itinerànte (επίθ.)
istupidirsi (ρ.μ. (αντων.)) itineràrio (ουσ αρσ )
Ìtaca (θηλ.ουσ) itineràrio (επίθ.)
itacése (ουσ αρσ και θηλ.) ittèrbio (ουσ αρσ )
itacése (επίθ.) ittèrico (ουσ αρσ )
Itàlia (θηλ.ουσ) ittèrico (επίθ.)
italianaménte (επίρ.) itterìzia (θηλ.ουσ)
italianeggiàre (ρ.αμτβ.) ìttero (ουσ αρσ )
italianìsmo (ουσ αρσ ) ìttico (επίθ.)
italianìsta (ουσ αρσ και θηλ.) ittiocòlla (θηλ.ουσ)
italianità (θηλ.ουσ) ittiòfago (ουσ αρσ )
italianizzàre (ρ. μτβ.) ittiòfago (επίθ.)
italianizzarsi (ρ.μ. (αντων.)) ittiòlo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: