Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Itàlia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iˈtalja]

η Ιταλία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  itacese italianamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

istupidire (ρ. μτβ.)
istupidirsi (ρ.μ. (αντων.))
Itaca (θηλ.ουσ)
itacese (ουσ αρσ και θηλ.)
itacese (επίθ.)
Italia (θηλ.ουσ)
italianamente (επίρ.)
italianeggiare (ρ.αμτβ.)
italianismo (ουσ αρσ )
italianista (ουσ αρσ και θηλ.)
italianità (θηλ.ουσ)
italianizzare (ρ. μτβ.)
italianizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
italianizzazione (θηλ.ουσ)
italiano (ουσ αρσ )
italiano (επίθ.)
italico (ουσ αρσ )
italico (επίθ.)
italiota (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
italo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---