Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόitàlico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [iˈtaliko] γράμμα γερμένο ελαφρά itàlico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [iˈtaliko] ιταλικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |