Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


istruìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [istruˈire]

εκπαιδεύω

istruirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [istruˈirsi]

1 μορφώνομαι
2 παιδαγωγούμαι
3 διδάσκομαι
4 εκπαιδεύομαι
5 ζητώ πληροφορίες
6 σπουδάζω
7 επιμορφώνομαι
8 μαθαίνω
9 ασκούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  istrionismo istruito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

istrice (ουσ αρσ )
istrione (ουσ αρσ )
istrionesco (επίθ.)
istrionico (αρσ. επίθ και ουσ)
istrionismo (ουσ αρσ )
istruire (ρ. μτβ.)
istruirsi (ρ.μ. (αντων.))
istruito (επίθ.)
istruttivo (επίθ.)
istruttore (ουσ αρσ )
istruttoria (θηλ.ουσ)
istruttorio (επίθ.)
istruzione (θηλ.ουσ)
istupidimento (ουσ αρσ )
istupidire (ρ.αμτβ.)
istupidire (ρ. μτβ.)
istupidirsi (ρ.μ. (αντων.))
Itaca (θηλ.ουσ)
itacese (ουσ αρσ και θηλ.)
itacese (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---