ItalianoGreco


istruìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [istruˈire]

εκπαιδεύω

istruirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [istruˈirsi]

1 μορφώνομαι
2 παιδαγωγούμαι
3 διδάσκομαι
4 εκπαιδεύομαι
5 ζητώ πληροφορίες
6 σπουδάζω
7 επιμορφώνομαι
8 μαθαίνω
9 ασκούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---