Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


istruìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [istruˈito]

ακπαιδευμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  istruirsi istruttivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

istrionesco (επίθ.)
istrionico (αρσ. επίθ και ουσ)
istrionismo (ουσ αρσ )
istruire (ρ. μτβ.)
istruirsi (ρ.μ. (αντων.))
istruito (επίθ.)
istruttivo (επίθ.)
istruttore (ουσ αρσ )
istruttoria (θηλ.ουσ)
istruttorio (επίθ.)
istruzione (θηλ.ουσ)
istupidimento (ουσ αρσ )
istupidire (ρ.αμτβ.)
istupidire (ρ. μτβ.)
istupidirsi (ρ.μ. (αντων.))
Itaca (θηλ.ουσ)
itacese (ουσ αρσ και θηλ.)
itacese (επίθ.)
Italia (θηλ.ουσ)
italianamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---