Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


istriònico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [istriˈɔniko]

1 θεατρικός
2 θεατρινίστικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  istrionesco istrionismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

istradare (ρ. μτβ.)
Istria (θηλ.ουσ)
istrice (ουσ αρσ )
istrione (ουσ αρσ )
istrionesco (επίθ.)
istrionico (αρσ. επίθ και ουσ)
istrionismo (ουσ αρσ )
istruire (ρ. μτβ.)
istruirsi (ρ.μ. (αντων.))
istruito (επίθ.)
istruttivo (επίθ.)
istruttore (ουσ αρσ )
istruttoria (θηλ.ουσ)
istruttorio (επίθ.)
istruzione (θηλ.ουσ)
istupidimento (ουσ αρσ )
istupidire (ρ.αμτβ.)
istupidire (ρ. μτβ.)
istupidirsi (ρ.μ. (αντων.))
Itaca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---