Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ittiòfago  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [itˈtjɔfago]

ittiofago (m)

ittiòfago  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [itˈtjɔfago]

ιχθυοφάγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ittiocolla ittiolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

itterico (επίθ.)
itterizia (θηλ.ουσ)
ittero (ουσ αρσ )
ittico (επίθ.)
ittiocolla (θηλ.ουσ)
ittiofago (ουσ αρσ )
ittiofago (επίθ.)
ittiolo (ουσ αρσ )
ittiologia (θηλ.ουσ)
ittiologico (επίθ.)
ittiologo (ουσ αρσ )
ittiosauro (ουσ αρσ )
ittiosi (θηλ.ουσ)
ittrio (ουσ αρσ )
Iugoslavia (θηλ. ουσ πληθ.)
iugoslavo (αρσ. επίθ και ουσ)
iugulare (επίθ.)
iuniore (επίθ.)
iuta (θηλ.ουσ)
iutiero (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---