Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

carsìsmo (ουσ αρσ ) cartevalori (θηλ. ουσ πληθ.)
càrta (θηλ.ουσ) cartièra (θηλ.ουσ)
cartacarbóne (θηλ.ουσ) cartifìcio (ουσ αρσ )
cartàccia (θηλ.ουσ) cartìglio (ουσ αρσ )
cartàceo (επίθ.) cartilàgine (θηλ.ουσ)
cartàio (ουσ αρσ ) cartilagìneo (επίθ.)
càrtamo (ουσ αρσ ) cartilaginóso (επίθ.)
cartamodèllo (ουσ αρσ ) cartìna (θηλ.ουσ)
cartamonéta (θηλ.ουσ) cartocciàta (θηλ.ουσ)
cartapècora (θηλ.ουσ) cartòccio (ουσ αρσ )
cartapésta (θηλ.ουσ) cartografìa (θηλ.ουσ)
cartàrio (επίθ.) cartogràfico (επίθ.)
cartastràccia (θηλ.ουσ) cartògrafo (ουσ αρσ )
cartàta (θηλ.ουσ) cartogràmma (ουσ αρσ )
carteggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) cartolàio (ουσ αρσ )
cartéggio (ουσ αρσ ) cartolerìa (θηλ.ουσ)
cartèlla (θηλ.ουσ) cartolibrerìa (θηλ.ουσ)
cartellìno (ουσ αρσ ) cartolìna (θηλ.ουσ)
cartèllo (ουσ αρσ ) cartomànte (ουσ αρσ και θηλ.)
cartellóne (ουσ αρσ ) cartomanzìa (θηλ.ουσ)
cartellonìsta (ουσ αρσ και θηλ.) cartonàre (ρ. μτβ.)
càrter (ουσ αρσ ) cartoncìno (ουσ αρσ )
cartesianìsmo (ουσ αρσ ) cartóne (ουσ αρσ )
cartesiàno (αρσ. επίθ και ουσ) cartonifìcio (ουσ αρσ )
Cartèsio (ουσ αρσ ) cartonìsta (ουσ αρσ και θηλ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: