Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cartìglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [karˈtiʎʎo]

1 σπειροειδές διακοσμητικό σχέδιο
2 χάρτινο φυσίγγι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cartificio cartilagine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cartesiano (αρσ. επίθ και ουσ)
Cartesio (ουσ αρσ )
cartevalori (θηλ. ουσ πληθ.)
cartiera (θηλ.ουσ)
cartificio (ουσ αρσ )
cartiglio (ουσ αρσ )
cartilagine (θηλ.ουσ)
cartilagineo (επίθ.)
cartilaginoso (επίθ.)
cartina (θηλ.ουσ)
cartocciata (θηλ.ουσ)
cartoccio (ουσ αρσ )
cartografia (θηλ.ουσ)
cartografico (επίθ.)
cartografo (ουσ αρσ )
cartogramma (ουσ αρσ )
cartolaio (ουσ αρσ )
cartoleria (θηλ.ουσ)
cartolibreria (θηλ.ουσ)
cartolina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---