Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcartilaginóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [kartilaʤiˈnoso], [kartilaʤiˈnozo] 1 περιέχων χόνδρο 2 αποτελούμενος από χόνδρο 3 χονδρώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |