Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oftalmometrìa (θηλ.ουσ) ognissànti (ουσ αρσ )
oftalmòmetro (ουσ αρσ ) ognóra (επίρ.)
oftalmoscopìa (θηλ.ουσ) ognùno (αντων.)
oftalmoscòpico (επίθ.) òh, óh (επιφ.)
oftalmoscòpio (ουσ αρσ ) ohe, ohé (επιφ.)
oftalmòstato (ουσ αρσ ) òhi (επιφ.)
oftalmotomìa (θηλ.ουσ) ohimè (επιφ.)
oggettivaménte (επίρ.) òhm (ουσ αρσ )
oggettivàre (ρ. μτβ.) òhmetro (ουσ αρσ )
oggettivazióne (θηλ.ουσ) òhmico (επίθ.)
oggettivìsmo (ουσ αρσ ) òhmmetro (ουσ αρσ )
oggettivìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) oibò (επιφ.)
oggettivìstico (επίθ.) oìdio (ουσ αρσ )
oggettività (θηλ.ουσ) okàpi (ουσ αρσ )
oggettìvo (επίθ.) okay (επίρ.)
oggètto (ουσ αρσ ) olà (επιφ.)
oggettuàle (επίθ.) olànda (θηλ.ουσ)
òggi (ουσ αρσ ) olandése (ουσ αρσ )
òggi (επίρ.) olandése (θηλ.ουσ)
oggidì (ουσ αρσ ) olandése (επίθ.)
oggigiórno (επίρ.) oleàceo (επίθ.)
ogìva (θηλ.ουσ) oleaginóso (επίθ.)
ogivàle (επίθ.) oleàndro (ουσ αρσ )
ógni (οριστ. επίθ.) oleàrio (επίθ.)
ogniqualvòlta (σύνδ.) oleàstro (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: