Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

maoìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) maràsma (ουσ αρσ )
maomettàno (ουσ αρσ ) maràsso (ουσ αρσ )
maomettàno (επίθ.) maratóna (θηλ.ουσ)
maomettìsmo (ουσ αρσ ) maratonèta (ουσ αρσ και θηλ.)
Maométto (κύρ.όν. αρσ.) maravìglia (θηλ.ουσ)
maóna (θηλ.ουσ) marc' (επιφ.)
maònia (θηλ.ουσ) màrca (θηλ.ουσ)
maòri, màori (ουσ αρσ ) marcaménto (ουσ αρσ )
maòri, màori (επίθ.) marcantònia (θηλ.ουσ)
màppa (θηλ.ουσ) marcantònio (ουσ αρσ )
mappamóndo (ουσ αρσ ) marcapèzzi (ουσ αρσ και θηλ.)
maquillage (ουσ αρσ ) marcapiàno (ουσ αρσ )
maquis (ουσ αρσ και θηλ.) marcapùnto (ουσ αρσ και θηλ.)
marabù (ουσ αρσ ) marcàre (ρ. μτβ.)
marabùtto (ουσ αρσ ) marcasìte (θηλ.ουσ)
maraca (θηλ.ουσ) marcassìte (θηλ.ουσ)
marachèlla (θηλ.ουσ) marcatèmpo (ουσ αρσ )
maragià (ουσ αρσ ) marcàto (αρσ. επίθ και ουσ)
maramàldo (ουσ αρσ ) marcatóre (ουσ αρσ )
maramèo (επιφ.) marcatrìce (θηλ.ουσ)
marangóne (ουσ αρσ ) marcatùra (θηλ.ουσ)
marànta (θηλ.ουσ) Marcaurèlio (κύρ.όν. αρσ.)
maràsca (θηλ.ουσ) marcèllo (ουσ αρσ )
maraschìno (ουσ αρσ ) marcescènte (επίθ.)
maràsco (ουσ αρσ ) marcescènza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: