Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gustatóre (ουσ αρσ ) harmattan (ουσ αρσ )
Gustàvo (κύρ.όν. αρσ.) harmònium (ουσ αρσ )
gustévole (επίθ.) harveizzàre (ρ. μτβ.)
gùsto (ουσ αρσ ) hàscisc, hascìsc (ουσ αρσ )
gustosaménte (επίρ.) hàshish, hashìsh (ουσ αρσ )
gustosità (θηλ.ουσ) haute (θηλ.ουσ)
gustóso (επίθ.) haute–couture (θηλ.ουσ)
guttapèrca (θηλ.ουσ) hawaiàno (αρσ. επίθ και ουσ)
guttazióne (θηλ.ουσ) hegeliàno (ουσ αρσ )
gutturàle (θηλ. επίθ και ουσ) hegeliàno (επίθ.)
gutturalizzazióne (θηλ.ουσ) hegelìsmo (ουσ αρσ )
hàbitat (ουσ αρσ ) hènna (θηλ.ουσ)
habitué (ουσ αρσ ) henné (ουσ αρσ )
haitiàno (αρσ. επίθ και ουσ) hènry (ουσ αρσ )
hàlibut (ουσ αρσ ) hèrpes (ουσ αρσ )
hall (θηλ.ουσ) hèrtz (ουσ αρσ )
hamburger (ουσ αρσ ) hertziàno (επίθ.)
handicap (ουσ αρσ ) hidalgo (ουσ αρσ )
handicappàre (ρ. μτβ.) hi–fi (ουσ αρσ )
handicappàto (ουσ αρσ ) hìndi (αρσ. επίθ και ουσ)
handicappàto (επίθ.) hinterland (ουσ αρσ )
hangar (ουσ αρσ ) hippy (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
happening (ουσ αρσ ) hitleriàno (ουσ αρσ )
harakiri (ουσ αρσ ) hitleriàno (επίθ.)
harem (ουσ αρσ ) hitlerìsmo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: