Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόhènna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈɛnna] 1 καστανοκόκκινη βαφή μαλλιών 2 φυτό lawsonia inermis permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |