Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciónco (επίθ.) cipriòta (ουσ αρσ )
ciondolaménto (ουσ αρσ ) cipriòta (θηλ.ουσ)
ciondolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) cipriòta (επίθ.)
cióndolo (ουσ αρσ ) cìpro (θηλ.ουσ)
ciondolóne (ουσ αρσ ) cìrca (ουσ αρσ )
ciondolóni (επίρ.) cìrca (πρόθ.)
ciononostànte (σύνδ.) cìrca (επίρ.)
ciòtola (θηλ.ουσ) cìrce (θηλ.ουσ)
ciotolàta (θηλ.ουσ) circènse (αρσ. επίθ και ουσ)
ciottolàre (ρ. μτβ.) cìrco (ουσ αρσ )
ciottolàta (θηλ.ουσ) circolànte (ουσ αρσ και θηλ.)
ciottolàto (αρσ. επίθ και ουσ) circolànte (επίθ.)
ciòttolo (ουσ αρσ ) circolàre (θηλ.ουσ)
ciottolóso (επίθ.) circolàre (επίθ.)
cip (ουσ αρσ ) circolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cipìglio (ουσ αρσ ) circolarménte (επίρ.)
cipólla (θηλ.ουσ) circolatòrio (επίθ.)
cipollàio (ουσ αρσ ) circolazióne (θηλ.ουσ)
cipollàto (επίθ.) cìrcolo (ουσ αρσ )
cipollìna (θηλ.ουσ) circoncìdere (ρ. μτβ.)
cipollóso (επίθ.) circoncisióne (θηλ.ουσ)
cìppo (ουσ αρσ ) circoncìso (αρσ. επίθ και ουσ)
cipresséto (ουσ αρσ ) circondàbile (επίθ.)
ciprèsso (ουσ αρσ ) circondàre (ρ. μτβ.)
cìpria (θηλ.ουσ) circondàrsi (ρ. μ. αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: