Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


circolàre  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧirkoˈlare]

η εγκύκλιος

circolàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧirkoˈlare]

εγκύκλιος , κυκλικός (-ή, -ό)

circolàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ʧirkoˈlare]

κυκλοφορώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  circolante circolarmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

circe (θηλ.ουσ)
circense (αρσ. επίθ και ουσ)
circo (ουσ αρσ )
circolante (ουσ αρσ και θηλ.)
circolante (επίθ.)
circolare (θηλ.ουσ)
circolare (επίθ.)
circolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
circolarmente (επίρ.)
circolatorio (επίθ.)
circolazione (θηλ.ουσ)
circolo (ουσ αρσ )
circoncidere (ρ. μτβ.)
circoncisione (θηλ.ουσ)
circonciso (αρσ. επίθ και ουσ)
circondabile (επίθ.)
circondare (ρ. μτβ.)
circondarsi (ρ. μ. αμτβ.)
circondario (αρσ. επίθ και ουσ)
circondato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---