ItalianoGreco


cìrcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧirkolo]

1 (ciclo) ο κύκλος
2 (club) η λέσχη


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


circolo [αρσ.] vizioso = ο φαύλος κύκλος



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---