Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcircolànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʧirkoˈlante] 1 κυκλοφοριακό μέσον 2 τρέχουσα χρήση 3 κυκλοφορία circolànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʧirkoˈlante] κυκλοφοριακός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |