Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


circolànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧirkoˈlante]

1 κυκλοφοριακό μέσον
2 τρέχουσα χρήση
3 κυκλοφορία

circolànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧirkoˈlante]

κυκλοφοριακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  circo circolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

circa (πρόθ.)
circa (επίρ.)
circe (θηλ.ουσ)
circense (αρσ. επίθ και ουσ)
circo (ουσ αρσ )
circolante (ουσ αρσ και θηλ.)
circolante (επίθ.)
circolare (θηλ.ουσ)
circolare (επίθ.)
circolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
circolarmente (επίρ.)
circolatorio (επίθ.)
circolazione (θηλ.ουσ)
circolo (ουσ αρσ )
circoncidere (ρ. μτβ.)
circoncisione (θηλ.ουσ)
circonciso (αρσ. επίθ και ουσ)
circondabile (επίθ.)
circondare (ρ. μτβ.)
circondarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---