Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cipollóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧipolˈloso], [ʧipolˈlozo]

με πολλά νερά (για ξύλο) (χρησιμοποίησε καλύτερα το cipollato)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cipollina cippo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cipiglio (ουσ αρσ )
cipolla (θηλ.ουσ)
cipollaio (ουσ αρσ )
cipollato (επίθ.)
cipollina (θηλ.ουσ)
cipolloso (επίθ.)
cippo (ουσ αρσ )
cipresseto (ουσ αρσ )
cipresso (ουσ αρσ )
cipria (θηλ.ουσ)
cipriota (ουσ αρσ )
cipriota (θηλ.ουσ)
cipriota (επίθ.)
cipro (θηλ.ουσ)
circa (ουσ αρσ )
circa (πρόθ.)
circa (επίρ.)
circe (θηλ.ουσ)
circense (αρσ. επίθ και ουσ)
circo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---