Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cipriòta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧipriˈta]

Κύπριος

cipriòta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧipriˈta]

Κύπρια

cipriòta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧipriˈta]

κυπριακός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cipria cipro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cipolloso (επίθ.)
cippo (ουσ αρσ )
cipresseto (ουσ αρσ )
cipresso (ουσ αρσ )
cipria (θηλ.ουσ)
cipriota (ουσ αρσ )
cipriota (θηλ.ουσ)
cipriota (επίθ.)
cipro (θηλ.ουσ)
circa (ουσ αρσ )
circa (πρόθ.)
circa (επίρ.)
circe (θηλ.ουσ)
circense (αρσ. επίθ και ουσ)
circo (ουσ αρσ )
circolante (ουσ αρσ και θηλ.)
circolante (επίθ.)
circolare (θηλ.ουσ)
circolare (επίθ.)
circolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---