ItalianoGreco


ciondolaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧondolaˈmento]

1 χάζεμα
2 καθισιό
3 κλονισμός
4 αμφιταλάντευση (από μέρος σε μέρος)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---