Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

autodafé (ουσ αρσ ) autogràfico (επίθ.)
autodecisióne (θηλ.ουσ) autògrafo (ουσ αρσ )
autodenùncia (θηλ.ουσ) autògrafo (επίθ.)
autodeterminazióne (θηλ.ουσ) autogrìll (ουσ αρσ )
autodidàtta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) autogrù (θηλ.ουσ)
autodidàttico (επίθ.) autoguìda (θηλ.ουσ)
autodifésa (θηλ.ουσ) autoimmùne (επίθ.)
autodisciplìna (θηλ.ουσ) autoimmunità (θηλ.ουσ)
autòdromo (ουσ αρσ ) autoimmunizzare (ρ. μτβ.)
autoemotèca (θηλ.ουσ) autoimmunizzazióne (θηλ.ουσ)
autofecondazióne (θηλ.ουσ) autoincèndio (ουσ αρσ )
autoferrotranviàrio (επίθ.) autoincensaménto (ουσ αρσ )
autoferrotranvière (ουσ αρσ ) autoinduttànza (θηλ.ουσ)
autofficìna (θηλ.ουσ) autoinduzióne (θηλ.ουσ)
autofinanziaménto (ουσ αρσ ) autoinnaffiatrìce (θηλ.ουσ)
autofurgóne (ουσ αρσ ) autoinnèsto (ουσ αρσ )
autogamìa (θηλ.ουσ) autoipnòsi (θηλ.ουσ)
autògamo (επίθ.) autolatrìa (θηλ.ουσ)
autògeno (επίθ.) autolavàggio (ουσ αρσ )
autogestióne (θηλ.ουσ) autolesióne (θηλ.ουσ)
autogìro (ουσ αρσ ) autolesionìsmo (ουσ αρσ )
autogòl (ουσ αρσ ) autolesionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
autogovèrno (ουσ αρσ ) autolettìga (θηλ.ουσ)
autografàre (ρ. μτβ.) autolìnea (θηλ.ουσ)
autografìa (θηλ.ουσ) autolubrificànte (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: